- συνίσταμαι
- (παρατ συνιστάμην) состоять;
συνίσταται εκ τριών μερών — состоять из трёх частей;
τό καθήκον συνίσταται στο... — задача состоит в том, чтобы...
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνίσταται εκ τριών μερών — состоять из трёх частей;
τό καθήκον συνίσταται στο... — задача состоит в том, чтобы...
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνίσταμαι — συνίσταμαι, συστάθηκα βλ. πίν. 133 Σημειώσεις: συνιστώ, συνίσταμαι – συνιστώ, συνιστώμαι : το πρώτο ρ. σημαίνει → συγκροτώ, σχηματίζω ή αποτελώ. Στην παθητική φωνή (συνίσταμαι) σημαίνει → αποτελούμαι ή έχω ορισμένες ιδιότητες, ορισμένο… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνίσταμαι — ΝΜΑ συνιστώ … Dictionary of Greek
συνίσταμαι — συνίστημι BJ Prooem. pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνιστώ — συνιστώ, συνέστησα βλ. πίν. 158 Σημειώσεις: συνιστώ, συνίσταμαι – συνιστώ, συνιστώμαι : το πρώτο ρ. σημαίνει → συγκροτώ, σχηματίζω ή αποτελώ. Στην παθητική φωνή (συνίσταμαι) σημαίνει → αποτελούμαι ή έχω ορισμένες ιδιότητες, ορισμένο περιεχόμενο.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνιστώμαι — βλ. πίν. 61 (μόνο στον ενεστ.) Σημειώσεις: συνιστώ, συνίσταμαι – συνιστώ, συνιστώμαι : το πρώτο ρ. σημαίνει → συγκροτώ, σχηματίζω ή αποτελώ. Στην παθητική φωνή (συνίσταμαι) σημαίνει → αποτελούμαι ή έχω ορισμένες ιδιότητες, ορισμένο περιεχόμενο.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
μονοσύστατος — μονοσύστατος, ον (Α) (για τέχνη) αυτός που λαμβάνει υπόσταση μόνον όταν μπαίνει σε εφαρμογή, όταν ασκείται, όπως π.χ. ο χορός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + συστατός (< συνίσταμαι), πρβλ. πολυ σύστατος] … Dictionary of Greek
μοράζομαι — (Α) [μόρος] συντίθεμαι, συνίσταμαι, αποτελούμαι … Dictionary of Greek
νεοσύστατος — η, ο (Α νεοσύστατος, ον) αυτός που έχει συσταθεί πρόσφατα αρχ. 1. (για νόσημα) αυτός που εμφανίστηκε πριν από λίγο, αιφνίδιος, ξαφνικός («νεοσύστατος κατάρρους», Ορειβ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που πριν από λίγο προσχώρησε σε κάποια αίρεση, αυτός… … Dictionary of Greek
νεφαλοσύστατος — νεφελοσύστατος, ον (ΑΜ) μσν. όμοιος με σύννεφο αρχ. αυτός που αποτελείται από νεφέλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συστατός (< συνίσταμαι), πρβλ. μονο σύστατος] … Dictionary of Greek